καλοβράζω

καλοβράζω
1. βράζω κάτι εντελώς («είναι καλοβρασμένο το κρέας»)
2. βράζω εύκολα, είμαι βραστερός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καλοβράζω — καλόβρασα, καλοβράστηκα, καλοβρασμένος, βράζω κάτι καλά: Ν αφήσεις να καλοβράσουν τα φασόλια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βράσσω — και βράττω (Α) 1. (για περιπτώσεις ναυαγίων) εκβράζω, ρίχνω στην ακτή 2. λιχνίζω 3. βράζω 4. φρ. «βράσσομαι ὑπό γέλωτος» χτυπιέμαι στα γέλια. [ΕΤΥΜΟΛ. Το βράσσω και το (παράλληλο μτγν.) βράζω είναι αβέβαιης ετυμολογίας. Συσχετίζονται με τα λεττ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”